του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου – Εγκληματολόγου
«Ημουν εγκέφαλος-ανεγκέφαλος.
Τότε είχαν πάρει τα μυαλά μας αέρα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου
κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να τα κάνουμε όλα αυτά, φτάσαμε σε ακραίες
καταστάσεις. Όμως, όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, η δράση μας είχε
ιδεολογικό υπόβαθρο. Από μικρό παιδί είχα αριστερή συνείδηση. Σε καμία
διαθήκη δεν υπήρχαν λιγότεροι από πενήντα κληρονόμοι, συνήθως ήταν από
70-100, ενώ στην υπόθεση του Τυπάλδου παρακαλώ, ήταν 156. Δηλαδή, εγώ
δεν τα έκανα όλα αυτά για τον εαυτό μου, αλλά για να βγάλω τον φτωχό από
την πείνα του. Τότε πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη αξία να φάνε ψωμί 150
άνθρωποι, από τη ζωή ενός 85χρονου ή 90χρονου».
Στην ελληνική κοινωνία του 1987 έρχεται στην επικαιρότητα με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο ένας δικηγόρος, πρώην Δήμαρχος Ν. Χαλκηδόνας, οικογενειάρχης, πατέρας τριών παιδιών, που ανταποκρίνεται στο τυπικό κοινωνικό στερεότυπο του επιτυχημένου πολίτη υπεράνω πάσης υποψίας. Στα εγκληματ(ολογ)ικά χρονικά έμεινε η δράση του σχετικά με την ίδρυση, την «προεδρία» και τη φροντίδα της λειτουργίας μιας ιδιόρρυθμης και ανατριχιαστικής εταιρείας: της “Εταιρείας Δολοφόνων”! Ονομάζεται Χρήστος Παπαδόπουλος.
Συλλαμβάνει το παρανοϊκό σχέδιο του αρκετά χρόνια πριν από το πέρασμα στην πράξη, σύμφωνα με το οποίο ο βασικός σκοπός ήταν η εξεύρεση υποψηφίων θυμάτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προς σφετερισμό της περιουσίας τους. Επομένως, ομάδα στόχο αποτελούσαν κατά κύριο λόγο άνθρωποι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν συγγενείς, τουλάχιστον όχι κοντινούς, που είχαν σημαντική περιουσία, ακίνητη ως επί το πλείστον κι αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας, όπως συνήθως συμβαίνει με αυτήν την ηλικιακή κατηγορία.
Επόμενο βήμα μετά τον εντοπισμό ήταν η προσέγγιση τους κι η βαθμιαία εξασφάλιση της εμπιστοσύνης τους με διάφορα μέσα, ενώ ακολουθούσε η πλαστογράφηση διαθηκών τους κι η θανάτωσή τους, τα δε δύο τελευταία ενίοτε πραγματοποιούνταν και με αντίστροφη σειρά. Τελευταία κίνηση ήταν η δημοσίευση αυτών των διαθηκών, με την απαραίτητη συνέργεια συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και διαφόρων (ψευδο)μαρτύρων, ώστε να ολοκληρωθεί η αρπαγή περιουσιών, που εξ αρχής αποτελούσαν το αντικεικενικό σκοπό του εγκλήματος.
Η υλοποίηση του σχεδίου ξεκίνησε από τη στελέχωση της “Εταιρείας” με πρόσωπα που ήταν κατάλληλα, αλλά και πρόθυμα να εξυπηρετήσουν το σκοπό της και έτσι ο Παπαδόπουλος πλαισιώθηκε σταδιακά με χρήσιμους για αυτόν συνεργάτες ή κατ΄ ορθότερο χαρακτηρισμό συνεργούς. Πιο συγκεκριμένα αυτοί ήταν, μεταξύ άλλων, οι Βασίλης Πλατανιώτης, δικαστικός επιμελητής, Νικόλαος Πέππας, έμπορος, Ιωάννης Πάμπρης, εργολάβος και Γιώργος Ξανθόπουλος, θυρωρός. Στο στενό πυρήνα του «εγκέφαλου» της συμμορίας κι η Γεωργία Παπανικολάου, νοικοκυρά, σύζυγος δικαστικού επιμελητή, που ενίοτε αποδείχθηκε πιο σκληρή και από τον ίδιο τον εμπνευστή της «εταιρίας», όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.
Ακολούθησε η 65χρονη Λάουρα Πάντου, που βρέθηκε νεκρή σε άλσος του Κολωνακίου με επικρατέστερη – τότε – αιτία θανάτου την εμπλοκή της σε τροχαίο δυστύχημα, ενώ όλως περιέργως μόλις δυο μήνες αργότερα βρέθηκε νεκρή στο ρετιρέ όπου διέμεναν μαζί για χρόνια η θεία της Πάντου, Έλλη Βεριοπούλου, η διαθήκη της οποίας όριζε ως κληρονόμους 46 άτομα, όλες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των δύο θυγατέρων του Παπαδόπουλου! Ειδικότερα, επικαρπώτριες της κληρονομίας ορίστηκαν οι ως άνω θυγατέρες από κοινού με άλλες δύο γυναίκες, με ειδικό όρο μετά από θάνατο ή αποποίηση της κληρονομίας από ορισμένες εξ αυτών η επικαρπία να περιέρχεται σε υπόλοιπες επικαρπώτριες. Κατά σύμπτωση (!) οι δύο άλλες γυναίκες αποποιήθηκαν κι έτσι η επικαρπία περιήλθε στις θυγατέρες του Παπαδόπουλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαθήκη είχε συνταχθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Ελένης Κοκιοπούλου – Καστανάκη και τριών μαρτύρων, που εμφανίστηκαν ως μάρτυρες και στη διαθήκη ενός άλλου θύματος, του Χαράλαμπου Τυπάλδου.
Ως θύματά τους κατεγράφησαν, επίσης, οι Αγ. Kαλαφάτης και Στ. Μπρουζάκης, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, τα μέλη της σπείρας πριν από τη σύλληψή τους σχεδίαζαν τη δολοφονία του ζεύγους Πεντάζου στην Αμαλιάδα.
Κατά την χρονοβόρα ποινική διαδικασία που επακολούθησε την αποκάλυψη της δράσης της «εταιρείας» από έναν ιδιωτικό αστυνομικό, τον Κωνσταντίνο Σπύρου, ο Παπαδόπουλος καταδικάστηκε 8 φορές σε θάνατο και 25 χρόνια κάθειρξη, ποινή που βεβαίως δεν εκτελέστηκε και μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ κατά την απολογία του παρουσιάστηκε ως Ρομπέν των φτωχών κι αναρωτήθηκε ενώπιον των δικαστών αν είναι προτιμότερο να ζει ο Τυπάλδος ή να ζουν καλύτερα δέκα άλλα πρόσωπα αντί για αυτόν. Η κορυφαία του τοποθέτηση στο ακροατήριο ήταν, όμως, άλλη: «Αν υπήρχαν 100 εταιρείες δολοφόνων η κοινωνία μας θα ήταν καλύτερη», είπε στα σοβαρά…
Η συγκεκριμένη υπόθεση δικαίως θεωρείται ακόμα ως μία από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις στα χρονικά, τουλάχιστον όσον αφορά στη χώρα μας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μίξη οικονομικών εγκλημάτων, οργανωμένου εγκλήματος και εγκλημάτων ακραίας εκδήλωσης βίας κατά συρροή και μάλιστα πέρα από τις όποιες ποινικές κυρώσεις, οι προεκτάσεις και οι συνέπειες των εγκλημάτων εκτάθηκαν και σε πολιτικό, αλλά και σε αστικό επίπεδο, ως προς την τύχη των κληρονομιών των θανατωθέντων προσώπων.
Επιπλέον, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περνάει απαρατήρητη η παράμετρος του υψηλού μορφωτικού επιπέδου ορισμένων δραστών κι ιδιαίτερα του εγκεφάλου της “Εταιρείας”, αλλά και πολλών συνεργών, η οποία τους καθιστούσε πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας και τους παρείχε – σε συνδυασμό με την κοινωνική τους θέση – περισσότερα όπλα ως προς την τέλεση των εγκλημάτων και αυξημένες άμυνες ως προς τη συγκάλυψή τους για πολλά χρόνια.
Αναφορικά με την εξέλιξη της πορείας των μελών της “Εταιρείας΄΄ ο Παπαδόπουλος στις 18 Απριλίου 2001 πήρε άδεια από τις Φυλακές Κέρκυρας, όπου εξέτειε την ποινή του και δεν επέστρεψε, παρά συνελήφθη από την Αστυνομία έπειτα από διάστημα πέντε ολόκληρων μηνών στο διαμέρισμα που είχε μισθώσει στην οδό Τζουμαγιάς 51, στην Kυψέλη, σχεδόν απέναντι από τα Δικαστήρια της Ευελπίδων. Μάλιστα, κυκλοφορούσε με πλαστή ταυτότητα στην οποία αναγραφόταν το όνομα Νίκος Ρέμπελος (!).
Πριν από 1,5 χρόνο αποφυλακίστηκε υπό όρους, καθώς κρίθηκε από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ότι πληρούσε τους όρους του νόμου και το δόθηκε η ευκαιρία της επανένταξης στην κοινωνία. Πλέον, από τις αρχές του 2010 άνοιξε ξανά το επαγγελματικό του γραφείο, αυτή τη φορά στον τέταρτο όροφο κτιρίου στην οδό Σταδίου.
Τα λόγια του, όμως, σχετικά με την αντιμετώπισή του στον τόπο καταγωγής του δίνουν μια διαφορετική εικόνα αναφορικά με τη θεωρία της ετικέτας: «Έχω πολλούς φίλους και στον Πλάτανο. Οι αντιδράσεις των συγχωριανών μου όταν αποφυλακίστηκα ήταν συγκινητικές και πραγματικά εξεπλάγην με τη συμπεριφορά τους. Με αγκάλιαζαν και δάκρυζαν. Αλλά και στο Ξυλόκαστρο, όσοι με αναγνωρίζουν, με αποδέχονται, ούτε φοβούνται, ούτε αντιδρούν».
Ας ελπίσουμε ότι η εξέλιξη (και το τέλος σε μερικές περιπτώσεις) που είχαν τα μέλη της “Εταιρείας” θα αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τους υποψήφιους μιμητές της δράσης τους κι ότι δεν θα εμφανιστεί παρόμοια φρικαλέα εγκληματική οργάνωση.
ΠΗΓΕΣ
- Άγγελος Τσιγκρής, Πολύκροτες δίκες, Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001
- Χρήστος Τσουραμάνης, Ο Φόνος στην Ελλάδα, Εγκληματολογική θεώρηση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998
- Εφημερίδες: “ΤΟ ΕΘΝΟΣ”, “ΤΟ ΒΗΜΑ”, “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, “ESPRESSO” (φωτογραφίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου